- αδενοειδής
- ἀδενοειδής, -ές (Α)αυτός που μοιάζει με αδένανεοελλ.Ιατρ.παλαιός χαρακτηρισμός διαφόρων τύπων επιθηλιωμάτων, όπως το μεταστατικό αδένωμα τού θυρεοειδούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδενοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με αδένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδενοειδῆ — ἀδενοειδής glandular neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδενοειδής glandular masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδενοειδεῖς — ἀδενοειδής glandular masc/fem acc pl ἀδενοειδής glandular masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδενοειδέσι — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδενοειδέσιν — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδενοειδῶν — ἀδενοειδής glandular masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek